μεταδότης

μεταδότης
transmitter

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταδότης — one who imparts generously masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταδότης — ο (Α μεταδότης, θηλ. μεταδότις [μεταδίδω] νεοελλ. 1. αυτός που δίνει μέρος από κάτι δικό του ή, γενικά, μέρος από κάτι 2. αυτός που μεταδίδει ή διά τού οποίου μεταδίδεται ή γίνεται γνωστό κάτι 3. μεταδοτήρας αρχ. αυτός που δίνει κάτι με προθυμία …   Dictionary of Greek

  • μεταδότης — ο αυτός που μεταδίνει ή αναμεταδίνει κάτι: Έγινε μεταδότης του ιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταδοτήρας — ο όργανο με το οποίο μεταδίδεται κίνηση από ένα σώμα σε άλλο, αλλ. μεταδότης …   Dictionary of Greek

  • μεταδότις — μεταδότις, ιδος, ἡ (Α) βλ. μεταδότης …   Dictionary of Greek

  • μεταδότω — μεταδίδωμι give part of aor imperat act 3rd sg μεταδότης one who imparts generously masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”